- σιχαμερός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που προκαλεί σιχασιά: Βρέθηκε μπροστά σε ένα σιχαμερό θέαμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σιχαμερός — ή, ό, Ν αυτός που προκαλεί αηδία και έντονη αποστροφή, αηδιαστικός, αποκρουστικός. επίρρ... σιχαμερά Ν με σιχαμερό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίχαμα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, ζουμ ερός)] … Dictionary of Greek
σιχαδερός — ή, ό, Ν σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σιχαμερός, πιθ. διαλεκτικός] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυκτος — ον, Α πάρα πολύ σιχαμερός, αποτρόπαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυκτός «βρομερός, σιχαμερός» (< βδελύσσω)] … Dictionary of Greek
τρισβδέλυρος — ον, Α πάρα πολύ βδελυρός, πολύ σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ / τρι * + βδελυρός «σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
υπομύσαρος — ον, Α ο κάπως σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + μυσαρός «βδελυρός, σιχαμερός»] … Dictionary of Greek
αηδής — ές (Α ἀηδής) 1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος 2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός 3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικός αρχ. 1. επίρρ. ἀηδῶς α) δυσάρεστα β) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα … Dictionary of Greek
αηδιαστικός — ή, ό [αηδιάζω] αποκρουστικός, σιχαμερός, αυτός που προκαλεί αηδία … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
αποπομπαίος — ἀποπομπαῑος, α, ον (Α) [αποπομπή] 1. ο αποδιοπομπαίος* 2. αυτός που απομακρύνει το κακό 3. σιχαμερός, βδελυρός … Dictionary of Greek
βδελυκτός — βδελυκτός, ή, όν (AM) [βδελύσσομαι] εκείνος που προκαλεί αηδία, ο σιχαμερός μσν. ανόσιος, ανίερος … Dictionary of Greek